Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τάλαις
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
τάλαν
ταλαντείᾱ
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλᾱς
ταλασήιος
ταλασίᾱ
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργίᾱ
ταλασιουργικός
View word page
ταλα-πείριος
ταλα-πείριοςονadjτλῆναιπεῖρα of personsenduring trialslong-sufferingOd. hHom.of TroyIbyc.

ShortDef

subject to many trials, much-suffering

Debugging

Headword:
ταλαπείριος
Headword (normalized):
ταλαπείριος
Headword (normalized/stripped):
ταλαπειριος
IDX:
39144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39145
Key:
ταλαπείριος

Data

{'headword_display': '<b>ταλα-πείριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ταλα-πείριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τλῆναι</Ref><Ref>πεῖρα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>enduring trials</Def><Tr>long-suffering</Tr><Au>Od. hHom.</Au><aS2><Indic>of Troy</Indic><Au>Ibyc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ταλαπείριος'}