Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἄμετρος
View word page
ἀ-μετάπτωτος
ἀ-μετάπτωτοςονadjμεταπίπτω of thingsunchangeablePl. Plu. ἀμεταπτώτωςadvwithout possibility of changePlu.

ShortDef

unchanging, unchangeable

Debugging

Headword:
ἀμετάπτωτος
Headword (normalized):
ἀμετάπτωτος
Headword (normalized/stripped):
αμεταπτωτος
IDX:
3913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3914
Key:
ἀμετάπτωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάπτωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μετάπτωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταπίπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>unchangeable</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀμεταπτώτως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>without possibility of change</Tr><Au>Plu.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἀμετάπτωτος'}