Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τᾱ́κω
ταλαεργός
τάλαινα
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρίᾱ
ταλαίπωρος
τάλαις
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
τάλαν
ταλαντείᾱ
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλᾱς
View word page
ταλαντείᾱ
ταλαντείᾱfseeτανταλείᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταλαντείᾱ
Headword (normalized):
ταλαντείᾱ
Headword (normalized/stripped):
ταλαντεια
IDX:
39138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39139
Key:
ταλαντείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ταλαντείᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ταλαντείᾱ</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>τανταλείᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ταλαντείᾱ'}