Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταίς
ταισίδε
τακερός
τακτέον
τακτικός
τακτός
τᾱ́κω
ταλαεργός
τάλαινα
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρίᾱ
ταλαίπωρος
τάλαις
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
τάλαν
ταλαντείᾱ
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
View word page
ταλαιπωρίᾱ
ταλαιπωρίᾱᾱς
Ion.ταλαιπωρίηης
f
sg. and pl.hardship, distressHdt. Th. Att.orats. Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταλαιπωρίᾱ
Headword (normalized):
ταλαιπωρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ταλαιπωρια
IDX:
39132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39133
Key:
ταλαιπωρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ταλαιπωρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ταλαιπωρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ταλαιπωρίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>hardship, distress</Tr><Au>Hdt. Th. Att.orats. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ταλαιπωρίᾱ'}