Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ταινιόπωλις
ταινιόω
ταίς
ταισίδε
τακερός
τακτέον
τακτικός
τακτός
τᾱ́κω
ταλαεργός
τάλαινα
ταλαιπωρέω
ταλαιπωρίᾱ
ταλαίπωρος
τάλαις
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
τάλαν
ταλαντείᾱ
ταλαντιαῖος
τάλαντον
View word page
τάλαινα
τάλαιναfem.adjseeτάλᾱς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τάλαινα
Headword (normalized):
τάλαινα
Headword (normalized/stripped):
ταλαινα
IDX:
39130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39131
Key:
τάλαινα

Data

{'headword_display': '<b>τάλαινα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τάλαινα</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>τάλᾱς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τάλαινα'}