Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
View word page
ἀ-μετάπειστος
ἀ-μετάπειστοςονadjμεταπειστός of a person, necessitynot subject to persuasion, inexorableArist. Plu.

ShortDef

not to be moved by persuasion, inexorable

Debugging

Headword:
ἀμετάπειστος
Headword (normalized):
ἀμετάπειστος
Headword (normalized/stripped):
αμεταπειστος
IDX:
3912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3913
Key:
ἀμετάπειστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάπειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μετάπειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταπειστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person, necessity</Indic><Tr>not subject to persuasion, inexorable</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμετάπειστος'}