Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
ἀμετρόδικος
View word page
ἀ-μεταμέλητος
ἀ-μεταμέλητοςονadjμεταμέλομαι of conduct or experiencesnot repented ofregrettedPl. Plb.of a personfeeling no regret, unrepentantArist.

ShortDef

not to be repented of

Debugging

Headword:
ἀμεταμέλητος
Headword (normalized):
ἀμεταμέλητος
Headword (normalized/stripped):
αμεταμελητος
IDX:
3911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3912
Key:
ἀμεταμέλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μεταμέλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μεταμέλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταμέλομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of conduct or experiences</Indic><Tr>not repented of<or/>regretted</Tr><Au>Pl. Plb.</Au></aS1><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>feeling no regret, unrepentant</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμεταμέλητος'}