Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
ἀμέτρητος
ἀμετρίᾱ
View word page
ἀ-μετάκλητος
ἀ-μετάκλητοςονadjμετακαλέω of an impulseirrevocablePlb.

ShortDef

irrevocable, uncontrollable

Debugging

Headword:
ἀμετάκλητος
Headword (normalized):
ἀμετάκλητος
Headword (normalized/stripped):
αμετακλητος
IDX:
3910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3911
Key:
ἀμετάκλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάκλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μετάκλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μετακαλέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an impulse</Indic><Tr>irrevocable</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμετάκλητος'}