Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώω
τά
τά
τᾱ́
τᾱγᾱ́
τᾱγείᾱ
τᾱγεύω
τᾱγέω
τάγηνον
τάγμα
τᾱγός
View word page
σώω
σώωep.vbseeσαόω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σώω
Headword (normalized):
σώω
Headword (normalized/stripped):
σωω
IDX:
39103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39104
Key:
σώω

Data

{'headword_display': '<b>σώω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σώω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>σαόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σώω'}