Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωτήριος
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώω
τά
τά
τᾱ́
τᾱγᾱ́
τᾱγείᾱ
τᾱγεύω
τᾱγέω
View word page
σωφρονιστύς
σωφρονιστύςύοςfmoral improvementPl.

ShortDef

correction

Debugging

Headword:
σωφρονιστύς
Headword (normalized):
σωφρονιστύς
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστυς
IDX:
39100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39101
Key:
σωφρονιστύς

Data

{'headword_display': '<b>σωφρονιστύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωφρονιστύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>moral improvement</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωφρονιστύς'}