Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποτάμνω
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνυμαι
ἀποτείνω
ἀποτειστέον
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχισμός
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτέλειος
ἀποτέλεσμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτήκω
ἀποτηλόθι
View word page
ἀποτειχισμός
ἀποτειχισμόςοῦm walling-in, blockadingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτειχισμός
Headword (normalized):
ἀποτειχισμός
Headword (normalized/stripped):
αποτειχισμος
IDX:
390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-391
Key:
ἀποτειχισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀποτειχισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποτειχισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>walling-in, blockading</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποτειχισμός'}