Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωτήρ
σωτηρίᾱ
σωτήριος
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώω
τά
τά
τᾱ́
τᾱγᾱ́
τᾱγείᾱ
View word page
σωφρονιστήριον
σωφρονιστήριονουn reformatoryref. to a prisonPl.

ShortDef

house of correction

Debugging

Headword:
σωφρονιστήριον
Headword (normalized):
σωφρονιστήριον
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστηριον
IDX:
39098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39099
Key:
σωφρονιστήριον

Data

{'headword_display': '<b>σωφρονιστήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωφρονιστήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>reformatory<Expl>ref. to a prison</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωφρονιστήριον'}