Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σώτειρα
σωτήρ
σωτηρίᾱ
σωτήριος
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώω
τά
τά
τᾱ́
τᾱγᾱ́
View word page
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήρῆροςm moderatorfor overconfidence, ref. to fear, envisaged as a bridlePlu.

ShortDef

admonisher, one who makes σώφρων

Debugging

Headword:
σωφρονιστήρ
Headword (normalized):
σωφρονιστήρ
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστηρ
IDX:
39097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39098
Key:
σωφρονιστήρ

Data

{'headword_display': '<b>σωφρονιστήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωφρονιστήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>moderator<Expl>for overconfidence, ref. to fear, envisaged as a bridle</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωφρονιστήρ'}