Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῶστρα
σώτειρα
σωτήρ
σωτηρίᾱ
σωτήριος
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώω
τά
τά
τᾱ́
View word page
σωφρονισμός
σωφρονισμόςοῦm moral improvementsts. w.gen.of someonePlu.

ShortDef

teaching of morality

Debugging

Headword:
σωφρονισμός
Headword (normalized):
σωφρονισμός
Headword (normalized/stripped):
σωφρονισμος
IDX:
39096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39097
Key:
σωφρονισμός

Data

{'headword_display': '<b>σωφρονισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωφρονισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>moral improvement<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωφρονισμός'}