Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῶς
σῶσθε
σῶσι
σωσίπολις
σῶστρα
σώτειρα
σωτήρ
σωτηρίᾱ
σωτήριος
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
View word page
σωφρόνημα
σωφρόνημαατοςn act of self-controlX.

ShortDef

an instance of temperance

Debugging

Headword:
σωφρόνημα
Headword (normalized):
σωφρόνημα
Headword (normalized/stripped):
σωφρονημα
IDX:
39092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39093
Key:
σωφρόνημα

Data

{'headword_display': '<b>σωφρόνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωφρόνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>act of self-control</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωφρόνημα'}