Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμέριμνος
ᾱ̔μέριος
ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ᾱ̔μέτερος
View word page
ἀ-μετάθετος
ἀ-μετάθετοςονadjμετατίθημι of feelings, intentionsunalterable, immovablePlb.

ShortDef

unalterable, immutable

Debugging

Headword:
ἀμετάθετος
Headword (normalized):
ἀμετάθετος
Headword (normalized/stripped):
αμεταθετος
IDX:
3908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3909
Key:
ἀμετάθετος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάθετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μετάθετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μετατίθημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of feelings, intentions</Indic><Tr>unalterable, immovable</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμετάθετος'}