Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμερίμνητος
ἀμέριμνος
ᾱ̔μέριος
ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
View word page
ἀ-μετάβολος
ἀ-μετάβολοςονadjμεταβάλλω of rulesunchangingPlu.

ShortDef

without modulation

Debugging

Headword:
ἀμετάβολος
Headword (normalized):
ἀμετάβολος
Headword (normalized/stripped):
αμεταβολος
IDX:
3907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3908
Key:
ἀμετάβολος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μετάβολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μετάβολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεταβάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of rules</Indic><Tr>unchanging</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμετάβολος'}