Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σῶς
σῶσθε
σῶσι
σωσίπολις
σῶστρα
σώτειρα
σωτήρ
View word page
σώρευσις
σώρευσιςεωςf accumulationof conceptsArist.

ShortDef

accumulation

Debugging

Headword:
σώρευσις
Headword (normalized):
σώρευσις
Headword (normalized/stripped):
σωρευσις
IDX:
39078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39079
Key:
σώρευσις

Data

{'headword_display': '<b>σώρευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σώρευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>accumulation<Expl>of concepts</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σώρευσις'}