Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σῶς
σῶσθε
σῶσι
σωσίπολις
σῶστρα
σώτειρα
View word page
σώρευμα
σώρευμαατοςnheapof dead bodies and armourX.

ShortDef

a heap, pile

Debugging

Headword:
σώρευμα
Headword (normalized):
σώρευμα
Headword (normalized/stripped):
σωρευμα
IDX:
39077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39078
Key:
σώρευμα

Data

{'headword_display': '<b>σώρευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σώρευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>heap<Expl>of dead bodies and armour</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σώρευμα'}