Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σῶς
σῶσθε
σῶσι
σωσίπολις
σῶστρα
View word page
σωρείᾱ
σωρείᾱᾱςfσωρεύω heaping upof dead bodiesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωρείᾱ
Headword (normalized):
σωρείᾱ
Headword (normalized/stripped):
σωρεια
IDX:
39076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39077
Key:
σωρείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σωρείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωρείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σωρεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>heaping up<Expl>of dead bodies</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωρείᾱ'}