Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σῶς
σῶσθε
σῶσι
σωσίπολις
View word page
σωπή
σωπήdial.fseeσιωπή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωπή
Headword (normalized):
σωπή
Headword (normalized/stripped):
σωπη
IDX:
39075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39076
Key:
σωπή

Data

{'headword_display': '<b>σωπή</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σωπή</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>σιωπή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σωπή'}