Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σῶς
View word page
σώοντες
σώοντεςep.masc.nom.pl.ptcpl.seeσαόω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σώοντες
Headword (normalized):
σώοντες
Headword (normalized/stripped):
σωοντες
IDX:
39072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39073
Key:
σώοντες

Data

{'headword_display': '<b>σώοντες</b>', 'content': '<XE><RefFm>σώοντες<LblR>ep.masc.nom.pl.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σαόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σώοντες'}