Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
View word page
σωόμενος
σωόμενος
mid.ptcpl.
see
σεύω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σωόμενος
Headword (normalized):
σωόμενος
Headword (normalized/stripped):
σωομενος
IDX:
39071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39072
Key:
σωόμενος
Data
{'headword_display': '<b>σωόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>σωόμενος<LblR>mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σωόμενος'}