Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σωκράτης
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
σωρείᾱ
σώρευμα
σώρευσις
σωρεύω
σωρηδόν
View word page
σωματο-φύλαξ
σωματο-φύλαξακοςm bodyguardPlb. Plu.

ShortDef

bodyguard

Debugging

Headword:
σωματοφύλαξ
Headword (normalized):
σωματοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σωματοφυλαξ
IDX:
39070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39071
Key:
σωματοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>σωματο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωματο-φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bodyguard</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωματοφύλαξ'}