Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σώεσκον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
σωκρατάω
Σωκράτης
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
σώοντο
σῶος
σωπή
View word page
σωμασκίᾱ
σωμασκίᾱᾱςf bodily exercise, physical trainingPl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωμασκίᾱ
Headword (normalized):
σωμασκίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σωμασκια
IDX:
39065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39066
Key:
σωμασκίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σωμασκίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωμασκίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bodily exercise, physical training</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σωμασκίᾱ'}