Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχόμενος
σώεσθαι
σώεσθαι
σώεσκον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
σωκρατάω
Σωκράτης
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφύλαξ
σωόμενος
σώοντες
View word page
σωλήν
σωλήνῆνοςmpipefor water, other liquidsHdt. Plu.app. colloq.ref. to a penisArchil.

ShortDef

a channel, gutter, pipe

Debugging

Headword:
σωλήν
Headword (normalized):
σωλήν
Headword (normalized/stripped):
σωλην
IDX:
39062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39063
Key:
σωλήν

Data

{'headword_display': '<b>σωλήν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σωλήν</HL><Infl>ῆνος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>pipe<Expl>for water, other liquids</Expl></Tr><Au>Hdt. Plu.</Au><nS2><Indic>app. colloq.ref. to a penis</Indic><Au>Archil.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σωλήν'}