Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόμενος
σώεσθαι
σώεσθαι
σώεσκον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
σωκρατάω
Σωκράτης
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
View word page
σῶκος
σῶκος ουmasc.adj epith. of Hermesapp.strongIl.

ShortDef

the stout, strong one

Debugging

Headword:
σῶκος
Headword (normalized):
σῶκος
Headword (normalized/stripped):
σωκος
IDX:
39058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39059
Key:
σῶκος

Data

{'headword_display': '<b>σῶκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σῶκος</HL><Infl> ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>epith. of Hermes</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>strong</Tr><Au>Il.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'σῶκος'}