Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόμενος
σώεσθαι
σώεσθαι
σώεσκον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
σωκρατάω
Σωκράτης
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκίᾱ
σωματικός
σωμάτιον
View word page
σωκέω
σωκέωcontr.vbσῶκος of a personhave strengthA.w.inf.to do sthg.S.

ShortDef

to have strength

Debugging

Headword:
σωκέω
Headword (normalized):
σωκέω
Headword (normalized/stripped):
σωκεω
IDX:
39057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39058
Key:
σωκέω

Data

{'headword_display': '<b>σωκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σωκέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σῶκος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>have strength</Tr><Au>A.</Au><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'σωκέω'}