Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόμενος
σώεσθαι
σώεσθαι
σώεσκον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
σωκρατάω
Σωκράτης
Σωκρατικός
σωλήν
View word page
σχόμενος
σχόμενος
aor.2 mid.ptcpl.
σχῶ
aor.2 subj.
σχών
aor.2 ptcpl.
see
ἔχω
ShortDef
hedgehog
Debugging
Headword:
σχόμενος
Headword (normalized):
σχόμενος
Headword (normalized/stripped):
σχομενος
IDX:
39052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39053
Key:
σχόμενος
Data
{'headword_display': '<b>σχόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>σχόμενος<LblR>aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>σχῶ <LblR>aor.2 subj.</LblR></RefFm><RefFm>σχών<LblR>aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἔχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σχόμενος'}