Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόμενος
σώεσθαι
σώεσθαι
σώεσκον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
View word page
σχολαστήριον
σχολαστήριονουnσχολάζω study-roomPlu.

ShortDef

a place for passing leisure in

Debugging

Headword:
σχολαστήριον
Headword (normalized):
σχολαστήριον
Headword (normalized/stripped):
σχολαστηριον
IDX:
39048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39049
Key:
σχολαστήριον

Data

{'headword_display': '<b>σχολαστήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχολαστήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σχολάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>study-room</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχολαστήριον'}