Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόμενος
σώεσθαι
σώεσθαι
View word page
σχολᾱ́
σχολᾱ́dial.fseeσχολή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχολᾱ́
Headword (normalized):
σχολᾱ́
Headword (normalized/stripped):
σχολα
IDX:
39044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39045
Key:
σχολᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>σχολᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σχολᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>σχολή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σχολᾱ́'}