Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
View word page
σχοινῑ́ς
σχοινῑ́ςῖδοςf ropeTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχοινῑ́ς
Headword (normalized):
σχοινῑ́ς
Headword (normalized/stripped):
σχοινις
IDX:
39040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39041
Key:
σχοινῑ́ς

Data

{'headword_display': '<b>σχοινῑ́ς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχοινῑ́ς</HL><Infl>ῖδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>rope</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχοινῑ́ς'}