Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
View word page
σχοινίον
σχοινίονουndimin.σχοῖνος rope, cordHdt. Ar. D. Men. NT. Plu.fig.ref. to a phallusAr.

ShortDef

a cord

Debugging

Headword:
σχοινίον
Headword (normalized):
σχοινίον
Headword (normalized/stripped):
σχοινιον
IDX:
39039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39040
Key:
σχοινίον

Data

{'headword_display': '<b>σχοινίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχοινίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>σχοῖνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rope, cord</Tr><Au>Hdt. Ar. D. Men. NT. Plu.</Au><nS2><Indic>fig.ref. to a phallus</Indic><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σχοινίον'}