Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔μέρᾱ
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμερίμνητος
ἀμέριμνος
ᾱ̔μέριος
ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπτωτος
View word page
ᾱ̔́μερος
ᾱ̔́μεροςdial.adj seeἥμερος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔́μερος
Headword (normalized):
ᾱ̔́μερος
Headword (normalized/stripped):
αμερος
IDX:
3903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3904
Key:
ᾱ̔́μερος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔́μερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔́μερος</HL><PS>dial.adj</PS></HG> <XR>see<Ref>ἥμερος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔́μερος'}