Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
View word page
σχοίατο
σχοίατο
ep.3pl.aor.2 mid.opt.
σχοίην
aor.2 opt.
see
ἔχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σχοίατο
Headword (normalized):
σχοίατο
Headword (normalized/stripped):
σχοιατο
IDX:
39037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39038
Key:
σχοίατο
Data
{'headword_display': '<b>σχοίατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>σχοίατο<LblR>ep.3pl.aor.2 mid.opt.</LblR></RefFm><RefFm>σχοίην<LblR>aor.2 opt.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἔχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σχοίατο'}