Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολᾱ́
σχολάζω
View word page
σχισμός
σχισμόςοῦmcleavingof a body, by a swordA.

ShortDef

a cleaving

Debugging

Headword:
σχισμός
Headword (normalized):
σχισμός
Headword (normalized/stripped):
σχισμος
IDX:
39035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39036
Key:
σχισμός

Data

{'headword_display': '<b>σχισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>cleaving<Expl>of a body, by a sword</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχισμός'}