Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
σχοινισμός
σχοῖνος
σχοινοτενής
View word page
σχίσις
σχίσιςεωςfσχίζω divisionof a number or entityPl. forkin a roadPl.

ShortDef

a cleaving, cleavage, parting, division

Debugging

Headword:
σχίσις
Headword (normalized):
σχίσις
Headword (normalized/stripped):
σχισις
IDX:
39033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39034
Key:
σχίσις

Data

{'headword_display': '<b>σχίσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχίσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σχίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>division<Expl>of a number or entity</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>fork<Expl>in a road</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχίσις'}