Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινῑ́ς
View word page
σχινδάλαμοι
σχινδάλαμοιm.plseeσκινδάλαμοι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχινδάλαμοι
Headword (normalized):
σχινδάλαμοι
Headword (normalized/stripped):
σχινδαλαμοι
IDX:
39030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39031
Key:
σχινδάλαμοι

Data

{'headword_display': '<b>σχινδάλαμοι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σχινδάλαμοι</HL><PS>m.pl</PS></HG><XR>see<Ref>σκινδάλαμοι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σχινδάλαμοι'}