Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμενής
ᾱ̔μέρᾱ
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμερίμνητος
ἀμέριμνος
ᾱ̔μέριος
ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
ἀμεταμέλητος
ἀμετάπειστος
View word page
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔μερόκοιτοςdial.adjseeἡμερόκοιτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔μερόκοιτος
Headword (normalized):
ᾱ̔μερόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
αμεροκοιτος
IDX:
3902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3903
Key:
ᾱ̔μερόκοιτος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔μερόκοιτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̔μερόκοιτος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἡμερόκοιτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̔μερόκοιτος'}