Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
σχοίνινος
View word page
σχιζοποδίᾱ
σχιζοποδίᾱᾱςfπούς cloven-footednessof animalsArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχιζοποδίᾱ
Headword (normalized):
σχιζοποδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σχιζοποδια
IDX:
39028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39029
Key:
σχιζοποδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σχιζοποδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχιζοποδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cloven-footedness<Expl>of animals</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχιζοποδίᾱ'}