Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίατο
View word page
σχίζα
σχίζαηςfσχίζω split piece of woodesp. used for fire at sacrificesHom. Ar. AR. Theoc.

ShortDef

a piece of wood cleft off, a lath, splinter

Debugging

Headword:
σχίζα
Headword (normalized):
σχίζα
Headword (normalized/stripped):
σχιζα
IDX:
39027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39028
Key:
σχίζα

Data

{'headword_display': '<b>σχίζα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχίζα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σχίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>split piece of wood<Expl>esp. used for fire at sacrifices</Expl></Tr><Au>Hom. Ar. AR. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχίζα'}