Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
View word page
σχηματοποιέομαι
σχηματοποιέομαιmid.contr.vbσχῆμα of a horseadopt a certain bearingshow offX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχηματοποιέομαι
Headword (normalized):
σχηματοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
σχηματοποιεομαι
IDX:
39025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39026
Key:
σχηματοποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>σχηματοποιέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σχηματοποιέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>σχῆμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a horse</Indic><Def>adopt a certain bearing</Def><Tr>show off</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σχηματοποιέομαι'}