Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχές
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
σχῑνοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
View word page
σχηματισμός
σχηματισμόςοῦmσχηματίζω assumption of a certain formbearing, deportmentof the bodyPl.demeanourof a personPlu.assumption of a false formaffectation, airsPl. Plu.

ShortDef

the assumption of a certain form

Debugging

Headword:
σχηματισμός
Headword (normalized):
σχηματισμός
Headword (normalized/stripped):
σχηματισμος
IDX:
39024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39025
Key:
σχηματισμός

Data

{'headword_display': '<b>σχηματισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχηματισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σχηματίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>assumption of a certain form</Def><Tr>bearing, deportment<Expl>of the body</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Tr>demeanour<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1><nS1><Def>assumption of a false form</Def><Tr>affectation, airs</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχηματισμός'}