Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σχελίδες
σχέμεν
Σχερίη
σχερός
σχές
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
σχίζω
σχινδάλαμοι
View word page
σχέτο
σχέτο
ep.3sg.aor.2 mid.
see
ἔχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σχέτο
Headword (normalized):
σχέτο
Headword (normalized/stripped):
σχετο
IDX:
39020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39021
Key:
σχέτο
Data
{'headword_display': '<b>σχέτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>σχέτο<LblR>ep.3sg.aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἔχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σχέτο'}