Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχεθέειν
σχεῖν
σχελίδες
σχέμεν
Σχερίη
σχερός
σχές
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
σχίζα
σχιζοποδίᾱ
View word page
σχετλιασμός
σχετλιασμόςοῦm venting of indignation or complaintcomplaining, protestingTh. Arist.

ShortDef

passionate complaint

Debugging

Headword:
σχετλιασμός
Headword (normalized):
σχετλιασμός
Headword (normalized/stripped):
σχετλιασμος
IDX:
39018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39019
Key:
σχετλιασμός

Data

{'headword_display': '<b>σχετλιασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχετλιασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>venting of indignation or complaint</Def><Tr>complaining, protesting</Tr><Au>Th. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σχετλιασμός'}