Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχεδόθεν
σχεδόν
σχεθέειν
σχεῖν
σχελίδες
σχέμεν
Σχερίη
σχερός
σχές
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέομαι
σχήσω
View word page
σχετήριον
σχετήριονουnmeans of stoppingref. to meatremedyw.gen.for hungerE.Cyc.

ShortDef

a check, remedy

Debugging

Headword:
σχετήριον
Headword (normalized):
σχετήριον
Headword (normalized/stripped):
σχετηριον
IDX:
39016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39017
Key:
σχετήριον

Data

{'headword_display': '<b>σχετήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σχετήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>means of stopping</Def><nS2><Indic>ref. to meat</Indic><Tr>remedy<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>for hunger</Expl></Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σχετήριον'}