Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σχάω
σχέδην
σχεδίᾱ
σχεδιάζω
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχεθέειν
σχεῖν
σχελίδες
σχέμεν
Σχερίη
σχερός
σχές
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχέτο
σχῆμα
View word page
σχέμεν
σχέμενep.aor.2 inf.σχέοep.aor.2 mid.imperatv.seeἔχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχέμεν
Headword (normalized):
σχέμεν
Headword (normalized/stripped):
σχεμεν
IDX:
39011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39012
Key:
σχέμεν

Data

{'headword_display': '<b>σχέμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>σχέμεν<LblR>ep.aor.2 inf.</LblR></RefFm><RefFm>σχέο<LblR>ep.aor.2 mid.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἔχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σχέμεν'}