Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ᾱ̔μέρᾱ
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμερίμνητος
ἀμέριμνος
ᾱ̔μέριος
ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμετάθετος
ἀμετακῑνήτως
ἀμετάκλητος
View word page
ἀ-μέριστος
ἀ-μέριστοςονadjμεριστός of an entitynot able to be separated into partsindivisiblePl. Arist.

ShortDef

undivided, indivisible

Debugging

Headword:
ἀμέριστος
Headword (normalized):
ἀμέριστος
Headword (normalized/stripped):
αμεριστος
IDX:
3900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3901
Key:
ἀμέριστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μέριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μέριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεριστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an entity</Indic><Def>not able to be separated into parts</Def><Tr>indivisible</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμέριστος'}