Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σφῷν
σφῶν
σχαδών
σχάζω
σχαλίς
σχαστηρίᾱ
σχάω
σχέδην
σχεδίᾱ
σχεδιάζω
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχεθέειν
σχεῖν
σχελίδες
σχέμεν
Σχερίη
σχερός
σχές
σχέσις
View word page
σχέδιος
σχέδιοςᾱ ονadj of a swordused at close quartersA. σχεδίηνadvat close quartersref. to striking w. a spearIl.

ShortDef

hand to hand, in close combat; on the spur of the moment

Debugging

Headword:
σχέδιος
Headword (normalized):
σχέδιος
Headword (normalized/stripped):
σχεδιος
IDX:
39005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39006
Key:
σχέδιος

Data

{'headword_display': '<b>σχέδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σχέδιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a sword</Indic><Tr>used at close quarters</Tr><Au>A.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>σχεδίην</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>at close quarters</Tr><ModVb>ref. to striking w. a spear<Au>Il.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'σχέδιος'}