Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμεμφείᾱ
ἀμεμφής
ᾱ̓́μεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ᾱ̔μέρᾱ
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμερής
ἀμερίμνητος
ἀμέριμνος
ᾱ̔μέριος
ἀμέριστος
ᾱ̔μεροδρόμος
ᾱ̔μερόκοιτος
ᾱ̔́μερος
ἄμερσα
ᾱ̔μές
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
View word page
ἀ-μερίμνητος
ἀ-μερίμνητοςονadjμεριμνάω of afflictionsuncared forS.cj.seeμεριμνήματα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμερίμνητος
Headword (normalized):
ἀμερίμνητος
Headword (normalized/stripped):
αμεριμνητος
IDX:
3897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3898
Key:
ἀμερίμνητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μερίμνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μερίμνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεριμνάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of afflictions</Indic><Tr>uncared for</Tr><Au>S.<LblR>cj.</LblR></Au><XR>see<Ref>μεριμνήματα</Ref></XR></aS1></AE>', 'key': 'ἀμερίμνητος'}